Πληροφοριακή έκθεση για εικονικότητα συναλλαγής δεν απαλλάσσει τις φορολογικές αρχές από υποχρέωση διενέργειας ελέγχου

του Γιώργου Δαλιάνη με τη συνεργασία της Νίκης Χατζοπούλου*

Η κρίση μίας φορολογικής αρχής περί εικονικότητας μίας συναλλαγής δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά στην πληροφοριακή έκθεση μίας άλλης υπηρεσίας, αλλά λαμβάνοντας υπόψιν το στοιχείο αυτό υποχρεούται να διενεργήσει έλεγχο και σε άλλα δεδομένα, ιδίως σε πραγματικά περιστατικά διενέργειας των συναλλαγών, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχει περίπτωση εικονικότητας.

Δεν είναι λίγες οι φορές που μία φορολογική αρχή λαμβάνει πληροφορίες από έτερη φορολογική αρχή και με βάση τα πορίσματα της τελευταίας διαπιστώνεται εικονικότητα συναλλαγών.  Αυτό το πληροφοριακό στοιχείο, ανεξάρτητα από πού προέρχεται, η φορολογική αρχή οφείλει να το λάβει υπόψιν, ωστόσο δεν την απαλλάσσει από την υποχρέωση διενέργειας φορολογικού ελέγχου. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή μία φορολογική αρχή ενσωματώσει τα πορίσματα μίας άλλης χωρίς επί της ουσίας να διενεργήσει η ίδια έλεγχο και να χωρίς να αξιολογήσει τα προσκομιζόμενα από την ελεγχόμενη οντότητα στοιχεία, τότε η κρίση του ελέγχου περί εικονικότητας τυγχάνει μη επαρκώς αιτιολογημένη.

Η εν λόγω κρίση αποτυπώθηκε στην υπ’ αριθ. 1273/2023 απόφαση της ΔΕΔ Αθήνας, καθώς στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υπόθεσης ο έλεγχος του 3ου ΕΛ.ΚΕ. ΑΤΤΙΚΗΣ έκρινε τις συναλλαγές ως εικονικές στο σύνολό τους με μοναδικό τεκμήριο τις διαπιστώσεις της Υ.Ε.Δ.Δ.Ε ΑΤΤΙΚΗΣ επί της συναλλακτικής ανυπαρξίας της εκδότριας οντότητας, χωρίς ωστόσο να λάβει υπόψη τα στοιχεία, που έθεσε η προσφεύγουσα λήπτρια εταιρεία, προκειμένου να διαπιστώσει εάν πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή καθώς και εάν η εικονικότητα ανάγεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του εκδότη. Έτσι, οι διαπιστώσεις του ελέγχου κρίθηκαν ανεπαρκώς αιτιολογημένες και ακυρωτέες.

Υπενθυμίζουμε ότι όταν αποδίδεται σε επιτηδευματία η παράβαση της λήψεως τιμολογίου ή δελτίου αποστολής εικονικού, υπό την έννοια είτε ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, στην οποία αυτό αναφέρεται, είτε ότι έχει μεν πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, όχι όμως, όπως εμφανίζεται, με τον φερόμενο ως εκδότη του τιμολογίου ή δελτίου αποστολής, η φορολογική αρχή βαρύνεται, κατ’ αρχήν, με την απόδειξη της εν λόγω εικονικότητας. Προς τούτο αρκεί, κατ’ αρχήν, ν’ αποδείξει είτε ότι ο εκδότης του φορολογικού στοιχείου είναι φορολογικώς ανύπαρκτος, ήτοι δεν είχε δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματος του ούτε είχε θεωρήσει στοιχεία στην αρμόδια φορολογική αρχή (οπότε ο λήπτης βαρύνεται πλέον ν’ αποδείξει την αλήθεια της συναλλαγής και την καλή του πίστη κατά το χρόνο πραγματοποιήσεώς της), είτε ότι ο ανωτέρω εκδότης είναι φορολογικώς μεν υπαρκτός αλλά, ενόψει των επιχειρηματικών του δυνατοτήτων, όπως προκύπτουν από την συνολική εκτίμηση της συναλλακτικής του συμπεριφοράς και της φύσεως και του κύκλου εργασιών του, δεν είναι δυνατόν να ήταν σε θέση να εκπληρώσει την επίμαχη παροχή (οπότε ο λήπτης του φορολογικού στοιχείου βαρύνεται ν’ αποδείξει ότι πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή, στην οποία αφορά το φορολογικό στοιχείο).

Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι η τεκμηρίωση περί εικονικότητας συναλλαγών απαιτεί όχι μόνον απόδειξη από την φορολογική αρχή, αλλά και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων που προς ανταπόδειξη (περί μη εικονικότητας δηλαδή) προσκομίζει η ελεγχόμενη οντότητα, δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής η απλή υιοθέτηση ενός πορίσματος που έχει συνταχθεί από άλλη φορολογική αρχή, χωρίς κατ’ ουσίαν εκτίμηση των στοιχείων της υπόθεσης από την αρμόδια φορολογική αρχή.

Δυστυχώς, συχνά οι φορολογικές αρχές στηρίζονται αποκλειστικά σε πληροφορίες που λαμβάνουν από άλλες φορολογικές αρχές (ΥΕΔΔΕ, ΣΔΟΕ, ΕΛΚΕ, αλλοδαπές φορολογικές αρχές) χωρίς περαιτέρω αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών με ολέθρια για τους ελεγχόμενους αποτελέσματα. Σε πραγματική υπόθεση ελέγχου, όπου είχε ανοικοδομηθεί ξενοδοχειακή μονάδα, κρίθηκε ότι η επιχείρηση έλαβε εικονικά τιμολόγια για εκχωματώσεις και επιχωματώσεις. Επίσης, σε άλλη υπόθεση ελέγχου, είχε πραγματοποιηθεί αγορά εμπορευμάτων από χώρα του εξωτερικού (με πλήρη τεκμηρίωση ως προς την διακίνηση των εμπορευμάτων και τις πληρωμές των τιμολογίων) και θεωρήθηκαν οι συναλλαγές από τον έλεγχο εικονικές, κατά παράβαση του ν. 3842/2010 και του άρθρου 23 ν. 4172/2013. Πέραν αυτών των υποθέσεων, υπάρχει σωρεία άλλων περιπτώσεων ελέγχου κατά τις οποίες τα πορίσματα περί εικονικότητας εκ των υστέρων ανατράπηκαν, ωστόσο οι ελεγχόμενοι υπέστησαν μεγάλη οικονομική ζημία.

Δείτε το άρθρο και στo Capital.gr

* Ο Γιώργος Δαλιάνης είναι Διευθύνων Σύμβουλος της ARTION AE & Ιδρυτής του Ομίλου ARTION, Οικονομολόγος-Φοροτεχνικός.

Η Νίκη Χατζοπούλου είναι Δικηγόρος Παρ’Αρείω Πάγω LL.M. & Διαμεσολαβήτρια, συνεργάτης της ARTION A.E.

Το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες συμβουλευτικές υπηρεσίες. Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθυνθείτε στην ARTION A.E (Πουρνάρα 9, Μαρούσι /210 6009062 / www.artion.gr)