Aoριστία εκθέσεων φορολογικού ελέγχου για καταλογισμό φόρων και τελών χαρτοσήμου

Του Γιώργου Δαλιάνη

Σε πρόσφατη αρθρογραφία μας (βλ. άρθρο με τίτλο: «Ακύρωση φορολογικών ελέγχων λόγω μη τήρησης των τυπικών διαδικασιών») αναδείξαμε το πρόβλημα στη διενέργεια φορολογικού ελέγχου, χωρίς την ύπαρξη σχετικής εντολής για την φορολόγηση  συγκεκριμένου  φορολογικού αντικειμένου , όπως για παράδειγμα σε περίπτωση ελέγχου φορολογίας εισοδήματος, που καταλογίζονται και τέλη χαρτοσήμου χωρίς την ύπαρξη εντολής ελέγχου για το χαρτόσημο.  Επίσης, επισημάναμε την πλημμελή ή την ανυπαρξία ενημέρωσης του φορολογούμενου σχετικά με την επιλογή της μεθόδου ελέγχου (π.χ. έλεγχος με έμμεσες τεχνικές ελέγχου), με αποτέλεσμα την ελλιπή προσκόμιση των απαραίτητων δικαιολογητικών από τον φορολογούμενο προς αιτιολόγηση των συναλλαγών του.

Με το παρόν άρθρο επισημαίνουμε μία ακόμη πηγή προστριβών μεταξύ φορολογούμενων και των φορολογικών αρχών, που δημιουργείται με τον τρόπο διενέργειας των ελέγχων και κυρίως με την σε πολλές περιπτώσεις αοριστία που διακρίνεται στην τεκμηρίωση των φύλλων κοινοποίησης προστίμων, φόρων και τελών χαρτοσήμου. Σύμφωνα με το άρθρο 64 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013) προβλέπεται ότι «Η φορολογική Διοίκηση έχει την υποχρέωση να παρέχει σαφή, ειδική και επαρκή αιτιολογία για την νομική βάση, τα γεγονότα και τις περιστάσεις που θεμελιώνουν την έκδοση πράξεως και τον προσδιορισμό φόρου».  Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 169 και τις παραγράφους 1 έως  4 του άρθρου 171 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999) ορίζεται ότι

«1. Τα δημόσια έγγραφα που έχουν συνταχθεί από το αρμόδιο όργανο και κατά τους νόμιμους τύπους αποτελούν πλήρη απόδειξη για όσα βεβαιώνεται σε αυτά, είτε ότι ενήργησε ο συντάκτης τους είτε ότι έγιναν ενώπιόν του, ως προς τα οποία είναι δυνατή η ανταπόδειξη μόνο εφόσον τα έγγραφα αυτά προσβληθούν ως πλαστά.

2. Η χρονολογία των ιδιωτικών εγγράφων καθίσταται βέβαιη για τους τρίτους μόνο όταν αυτά θεωρηθούν από συμβολαιογράφο ή από άλλον αρμόδιο κατά το νόμο δημόσιο υπάλληλο. Αλλιώς, ως βέβαιη χρονολογία τους θεωρείται εκείνη του θανάτου ενός από αυτούς που τα έχουν υπογράψει ή η χρονολογία του δημόσιου εγγράφου στο οποίο τυχόν μνημονεύεται κατά τα ουσιώδη μέρη το περιεχόμενό τους ή εκείνη της επέλευσης γεγονότος που καθιστά κατ’ ανάλογο τρόπο αναμφισβήτητη τη χρονολογία τους.

3. Κατά τα λοιπά το περιεχόμενο των δημόσιων εγγράφων, καθώς και όλο το περιεχόμενο των ιδιωτικών, εκτιμάται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 148.

4. Οι εκθέσεις ελέγχου που συντάσσονται από φορολογικά όργανα έχουν, εκτός από τις αναφερόμενες σε αυτές πληροφορίες ή ομολογίες του ελεγχομένου, την κατά την παρ. 1 αποδεικτική δύναμη».

Δυστυχώς, όμως, με βάση την εμπειρία μας από τους φορολογικούς ελέγχους, διαπιστώνουμε ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν λαμβάνονται υπόψιν από τα ελεγκτικά όργανα οι ανωτέρω διατάξεις.

Πιο συγκεκριμένα, έχει διαπιστωθεί η «άτυπη» αμφισβήτηση από τα ελεγκτικά όργανα της αποδεικτικής δύναμης των ιδιωτικών εγγράφων που έχουν συνταχθεί ενώπιον συμβολαιογράφου ή φέρουν την θεώρηση για τη βέβαια χρονολογία από ΚΕΠ ή Αστυνομική αρχή. Σπανιότερα παρατηρείται η αγνόηση ή και απόρριψη δημοσίων εγγράφων χωρίς να αποδειχθεί ότι είναι πλαστά.

Επίσης, κατά κανόνα, οι φορολογικές αρχές όταν έχουν περιέλθει σε γνώση τους έγγραφα με πληροφορίες ή διαπιστώσεις (πληροφοριακά δελτία), από  Οικονομική Αστυνομία, ΣΔΟΕ και λοιπές υπηρεσίες  και αρχές, χωρίς την διενέργεια αυτοτελών επαληθεύσεων προβαίνουν (κακώς κατά την άποψή μας) σε έκδοση καταλογιστικών πράξεων.

Μια απλή συλλογή στοιχείων, όπως κατάσχεση ενός εγγράφου, που πιθανόν να οδηγεί σε πράξεις φοροδιαφυγής τα οποία χρήζουν όμως επεξεργασίας και ενδελεχούς ελέγχου, καθίστανται αναιτιολόγητα αποδεικτικά στοιχεία. Εξάλλου, σε πολλές περιπτώσεις οι φορολογούμενοι δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξη αυτών των εγγράφων, όπως π.χ. στοιχεία που επεξεργάζονται οι φορολογικές αρχές μετά από καταγγελίες ή διασταυρωτικούς  ελέγχους και δυστυχώς αρνούνται να τα χορηγήσουν στους φορολογούμενους πριν από την έκδοση προσωρινών φύλλων με αποτέλεσμα ο φορολογούμενος να μένει παντελώς απροστάτευτος.

Το πλέον  σύνηθες είναι, ο φορολογικός έλεγχος να προβαίνει στο καταλογισμό φόρων και τελών χαρτοσήμου για συναλλαγές φυσικού προσώπου  με εταιρείες που συμμετέχει ή είναι μέλος της διοίκησής των, χωρίς να προβεί σε διασταυρωτικούς ελέγχους. Η συνηθισμένη αυτή  πρακτική που  αφορά την  έμμεση χρηματοδότηση εταιρείας από τον επιχειρηματία ή το αντίστροφο, του επιχειρηματία από την εταιρεία, πρέπει και  φυσικά ορθώς ελέγχεται, όμως συχνά η έλλειψη ενδελεχούς ελέγχου οδηγεί τις φορολογικές αρχές σε καταλογισμό ανύπαρκτων φόρων και τελών χαρτοσήμου.

Παρατηρείται, δε, το φαινόμενο της διαφορετικής αντιμετώπισης ίδιας φύσεως συναλλαγών, όπως π.χ. σε μια συναλλαγή ο έλεγχος να καταλογίζει φόρο ως παροχή σε είδος και για άλλη συναλλαγή με τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά να επιβάλλεται χαρτόσημο άτυπης χρηματοδότησης.

Όμως, μέσω του δοσοληπτικού αυτού λογαριασμού, ο επιχειρηματίας/ διαχειριστής/ κ.λπ. μπορεί να έχει απλώς εκτελέσει νομίμως τα καθήκοντά του και να μην έχει υποπέσει σε καμία παράβαση της φορολογίας εισοδήματος και του κώδικα τελών χαρτοσήμου.  Συνεπώς, η φορολογική αρχή που ελέγχει το φυσικό πρόσωπο, έχει το δικαίωμα και οφείλει, θα λέγαμε, να διενεργήσει διασταυρωτικό έλεγχο ή να επεκτείνει τον έλεγχο και στο νομικό πρόσωπο που έγιναν αυτές οι συναλλαγές.

Καταληκτικά, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η πλημμελής αιτιολόγηση από την φορολογούσα αρχή της καταλογιστικής πράξης ισοδυναμεί με ανυπαρξία της συγκεκριμένης πράξης και ακυρωτέους τους βεβαιωμένους,  από αυτή, φόρους και τέλη χαρτοσήμου. Στα πλαίσια αυτά, παραθέτουμε αυτούσιο απόσπασμα της υπ’ αριθ. 947/27.5.2020 απόφασης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών Αθήνας, με την οποία αιτιολόγησε ως ακολούθως ανάλογη περίπτωση αοριστίας σε πράξη επιβολής φόρων:

«Επειδή, με τις αποφάσεις ΣτΕ 4384/1977 και 4387/1977, έγινε δεκτό ότι αναιτιολόγητη παρίσταται και η πράξη στην οποία παρατίθενται ορισμένα στοιχεία του πραγματικού χωρίς όμως αυτά να συνδέονται με αξιολογήσεις και νομικά πλημμελής είναι επίσης η πράξη όταν η αιτιολογία της δεν στηρίζεται επαρκώς στα πορίσματα ελέγχου (ΣτΕ 3764/1990 ΔΦΝ 45, 1289). Η παντελής δε αοριστία της εκθέσεως ελέγχου ισοδυναμεί με ανυπαρξία αυτής και καθιστά την πράξη επιβολής προστίμου, νομικώς,  πλημμελή και ακυρωτέα λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου της διαδικασίας (ΣτΕ 1542/2016, ΔΕφΑΘ 1075/2011).

Ειδικότερα η Έκθεση Ελέγχου, αποτελώντας το δημόσιο εκείνο έγγραφο στο οποίο στηρίζεται η καταλογιστική πράξη, πρέπει να περιέχει πλήρη και αναλυτική αιτιολογία, με την οποία να θεμελιώνεται αδιαμφισβήτητα, τόσο το πραγματικό, όσο και το νομικό μέρος του καταλογισμού, επί ποινής ακυρότητας της σχετικής καταλογιστικής πράξης (ΣτΕ 3108/1996, ΣτΕ 2054/1995, Στε 1148/1994). Εάν η οικεία έκθεση Ελέγχου δεν περιέχει την απαραίτητη κατά τον νόμο σαφή και επαρκή αιτιολογία, πρέπει να ακυρωθούν, λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου ως προς τη διαδικασία έκδοσής τους, οι προσβαλλόμενες πράξεις που έχουν στηριχθεί σε αυτήν. Σύμφωνη ως προς το θέμα αυτό είναι και η θεωρία, σύμφωνα με την οποία, η παντελής αοριστία και έλλειψη αιτιολογίας της Έκθεσης Ελέγχου ισοδυναμεί με ανυπαρξία αυτής και καθιστά την προσβαλλόμενη πράξη νομικώς πλημμελή και ακυρωτέα λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας».

Δείτε το άρθρο και στο Capital.gr.

 O κ. Γιώργος Δαλιάνης είναι Διευθύνων Σύμβουλος της Artion Α.Ε. & Ιδρυτής του Ομίλου Artion, Οικονομολόγος – Φοροτεχνικός.

Το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες συμβουλευτικές υπηρεσίες.

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθυνθείτε στην ARTION Α.Ε. (Πουρνάρα 9 Μαρούσι | +30 210 6009062 |  www.artion.gr)