Η Εισαγωγή χρηματικών κεφαλαίων ως μέσο για κάλυψη τεκμηρίων

Του Γιώργου Δαλιάνη,
με τη συνεργασία του Παναγιώτη Παπασταύρου (partner και διευθυντή Ανθρωπίνου Δυναμικού της ARTION ΑΕ).

Διαχρονικά η κάλυψη τεκμηρίων αποτελούσε πονοκέφαλο για κάθε φορολογούμενο, δεδομένου ότι έπρεπε να παρουσιάζει πηγές εισοδημάτων προκειμένου να αποφευχθεί η φορολόγησή του σε τεκμαρτά εισοδήματα. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, οι επιλογές που έχει είναι αρκετές, μια από αυτές είναι και η επίκληση κεφαλαίων τα οποία προέρχονται από εισαγωγή συναλλάγματος. Οι μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού, αλλά και αυτοί, οι οποίοι ζούσαν και εργάζονταν στο εξωτερικό και έχουν επιστρέψει ως μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδος, μπορούν να κάνουν χρήση αυτής της επιλογής, εφόσον υπάρχει διαθέσιμο φορολογημένο εισόδημα.

Μέχρι και την 31/12/2001, που το νόμισμα ήταν η δραχμή, η βεβαίωση εισαγωγής συναλλάγματος (με το χαρακτηριστικό ροζ χρώμα) αποτελούσε το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο της εισαγωγής μέσω τραπεζικού συστήματος.

Με την είσοδό μας στο Ευρώ, εκδόθηκε η ΠΟΛ 1130/17-04-2002, η οποία ορίζει ότι από 01/01/2002 και μετά, αποδεικτικό στοιχείο εισαγωγής χρηματικών κεφαλαίων είναι το πρωτότυπο, του κατά περίπτωση εκδιδόμενου από κάθε τράπεζα παραστατικού, με την προϋπόθεση ότι περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο του δικαιούχου, το ύψος του εισαγόμενου ποσού,το νόμισμα και την χώρα προέλευσης. Όταν τα χρηματικά κεφάλαια εισάγονται σε ξένο νόμισμα απαιτείται η μετατροπή τους σε ευρώ, η οποία αποδεικνύεται από το πιστοποιητικό ευρωποίησης της τράπεζας στην περίπτωση που δεν ενσωματώνεται στο παραστατικό εισαγωγής.

Οι φορολογούμενοι που μπορούν να επικαλεστούν την εισαγωγή συναλλάγματος διακρίνονται στις εξής κατηγορίες :

  • Μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού, τα πρόσωπα αυτά μπορούν να δικαιολογήσουν τα τεκμήρια τους προσκομίζοντας μόνο την αντίστοιχη βεβαίωση εισαγωγής από την τράπεζα στην οποία πραγματοποιήθηκε.

Σημαντική επισήμανση: Για το οικονομικό έτος 2014 απαλλάσσονται των τεκμηρίων διαβίωσης οι μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού.

  • Κάτοικοι Ελλάδος που είχαν διαμείνει τουλάχιστον τρία (3) έτη στην αλλοδαπή και η εισαγωγή των κεφαλαίων πραγματοποιείται μέσα σε δύο (2)έτη από την μετοικεσία τους .
  • Κάτοικοι Ελλάδος που είχαν διαμείνει τουλάχιστον πέντε (5) συνεχή έτη στην αλλοδαπή και το επικαλούμενο ποσό συναλλάγματος προέρχεται από καταθέσεις στο όνομα τους ή στο όνομα του συζύγου σε τράπεζα της Ελλάδας ή σε υποκατάστημα ελληνικής τράπεζας στο εξωτερικό κατά το χρόνο που διέμειναν στην αλλοδαπή ή από καταθέσεις τους μέσα σε ένα (1) έτος από τη μετοικεσία τους στην Ελλάδα χωρίς το συνάλλαγμα αυτό να έχει επανεξαχθεί στην αλλοδαπή.
  • Κάτοικοι Ελλάδας οι οποίοι είχαν αποκτήσει εισοδήματα στην αλλοδαπή και εισάγουν τα κεφάλαια τους σε μεταγενέστερο χρόνο από την εγκατάσταση τους στην Ελλάδα (Αρ. Πρωτ. 1091107/1771/Α0012).

Για παράδειγμα φορολογούμενος μόνιμος κάτοικος Ελλάδας από το 2000 επικαλείται εισαγωγή συναλλάγματος το έτος 2008 για να καλύψει τεκμήρια. Τα εισοδήματα που εισήγαγε προέρχονται από επιχειρηματική δραστηριότητα την περίοδο πριν από το 2000 που ήταν κάτοικος εξωτερικού. Επειδή η πράξη αυτή δεν εντάσσεται χρονικά στην έννοια της μετοικεσίας και ο φορολογούμενος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κάτοικος εξωτερικού, θα πρέπει υποχρεωτικά να δικαιολογήσει την απόκτηση του εισοδήματος αυτού προσκομίζοντας βεβαίωση της αντίστοιχης φορολογικής αρχής του εξωτερικού ή αντίγραφα φορολογικών δηλώσεων που είχε υποβάλλει στην αλλοδαπή .

  • Κάτοικοι Ελλάδας οι οποίοι είχαν αποκτήσει εισοδήματα στην αλλοδαπή είχαν πραγματοποιήσει την εισαγωγή συναλλάγματος, αλλά δεν την είχαν δηλώσει στην φορολογική τους δήλωση. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να υποβληθεί συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος δηλώνοντας τα ποσά αυτά κατά το έτος στο οποίο πραγματοποιήθηκε η εισαγωγή.

Πριν από τη χρήση των εισοδημάτων αυτών πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις διατάξεις, που διέπουν την φορολογική κατοικία και τον τόπο φορολόγησης του παγκόσμιου εισοδήματος, ώστε να είμαστε σίγουροι ότι τα εισοδήματα αυτά έχουν φορολογηθεί με σύννομο τρόπο. Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι όλη η διαδικασία εναπόκειται στην ελεγκτική εξουσία του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ του φορολογούμενου και να θυμίσουμε ότι με βάσει τις ισχύουσες διατάξεις, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος χαρακτηρίζεται ως ποινικό αδίκημα και επισύρει μεγάλα πρόστιμα και προσαυξήσεις.

ARTION Φορολογικές Λογιστικές Συμβουλευτικές Λογιστικό Γραφείο