Φορολόγηση δοσοληπτικών λογαριασμών, μία ορολογία που θα απασχολήσει

ΤουΓιώργου Δαλιάνη

Πολλές εταιρείες, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία, είχαν δημιουργήσει πλασματικά υπόλοιπα απαιτήσεων ή διαθέσιμων και τα εμφάνιζαν στους δοσοληπτικούς λογαριασμούς εταίρων, στις προκαταβολές με απόδοση λογαριασμού ή ως υπόλοιπο ταμείου.

Πιστωτές, πελάτες και τράπεζες γνώριζαν και έδειχναν ανοχή στην παγιωμένη αυτή τακτική αλλοίωσης των οικονομικών καταστάσεων, με αποτέλεσμα το λεγόμενο “άνοιγμα ταμείου” να αποτελεί ένα κοινό μυστικό στην αγορά.

Εταιρείες ελεγχόμενες από Ορκωτούς λογιστές, αντιμετώπιζαν το πρόβλημα σύμφωνα με τις διατάξεις του εμπορικού νόμου 2190, ενώ ο εκάστοτε φορολογικός ελεγκτής επέβαλε τέλος χαρτοσήμου και καταλόγιζε εισόδημα τόκων (τεκμαρτός υπολογισμός) στην εταιρεία. Από την άλλη μεριά, το φυσικό πρόσωπο που έκανε χρήση του λογαριασμού δεν είχε καμία συνέπεια.

Με την εφαρμογή του νόμου 4172/2013 από 1.1.2014, αλλάζει ο τρόπος αντιμετώπισης των συγκεκριμένων υπολοίπων. Πιο συγκεκριμένα στη παράγραφο 3 του άρθρου 13 ορίζεται ότι:

“Οι παροχές σε είδος με τη μορφή του δανείου, προς εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο, από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, περιβάλλονται την μορφή έγγραφης συμφωνίας και αποτιμώνται με βάση το ποσό της διαφοράς που προκύπτει, μεταξύ των τόκων που θα κατέβαλε ο εργαζόμενος στη διάρκεια του ημερολογιακού μήνα κατά τον οποίο έλαβε την παροχή, εάν το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων ήταν το μέσο επιτόκιο αγοράς, όπως ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατά τον ίδιο μήνα και των τόκων που τυχόν κατέβαλε ο εργαζόμενος στη διάρκεια του εν λόγω ημερολογιακού μήνα. Σε περίπτωση που δεν υφίσταται έγγραφη συμφωνία δανείου, το σύνολο του αρχικού κεφαλαίου λογίζεται ως παροχή σε είδος. Η προκαταβολή μισθού άνω των τριών ( 3 ) μηνών θεωρείται δάνειο.”
Επομένως, με την εφαρμογή του νέου κώδικα φορολογίας από 1.1.2014 επιβάλλεται φόρος εισοδήματος στον λήπτη, αν δεν υπάρχει σύμβαση δανείου, γιατί ολόκληρο το ποσό θα θεωρηθεί ως αυτοτελής παροχή. Αν συναφθεί δάνειο μεταξύ του φυσικού προσώπου και της εταιρείας, κάτι που όμως δεν επιτρέπεται για τις εταιρείες που διέπονται από τον 2190 όταν λήπτες είναι μέτοχοι, τότε εφαρμόζονται οι διατάξεις περί χαρτοσήμου, ενώ θα πρέπει υποχρεωτικά να έχουν λογιστεί και οι νόμιμοι τόκοι. Η απόσβεση του δανείου (επιστροφή κεφαλαίου και τόκων) αποτελούν αντικειμενικές δαπάνες διαβίωσης του λήπτη του δανείου, που είτε θα αυξήσουν τον φόρο, όταν τα εισοδήματα δεν επαρκούν για την κάλυψή τους, είτε θα περιορίσουν το διαθέσιμο εισόδημα, κατά την εφαρμογή του “πόθεν έσχες” στην αγορά κάποιου νέου περιουσιακού στοιχείου.

Η εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων μεταφέρεται από τον φορολογικό ελεγκτή στον λογιστή της εταιρείας, ο οποίος πρέπει να υποβάλει τις σχετικές συμβάσεις δανείου στην εφορία και να αποδίδει το χαρτόσημο του δανείου και τους φόρους, που τυχόν προκύψουν από την εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων.

Πιστεύουμε, ότι όλες οι επιχειρήσεις πρέπει να αντιμετωπίσουν άμεσα και ριζικά το πρόβλημα στη φορολόγηση δοσοληπτικών λογαριασμών, προς αποφυγή δυσβάστακτων επιβαρύνσεων.

ARTION Φορολογικές Λογιστικές Συμβουλευτικές Λογιστικό Γραφείο