«Φορολογικές» προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων

«Φορολογικές» προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων – Ο νέος τρόπος υπολογισμού – Μια «ταξινόμηση» της ΠΟΛ.1056/2.3.2015

Πηγή: Orion Audit

Κωνσταντίνος Ιωαν. Νιφορόπουλος
Ορκωτός ελεγκτής λογιστής – «ΩΡΙΩΝ Α.Ε.Ο.Ε.Λ».
Επιστημονικός Συνεργάτης Taxheaven.

Περιεχόμενα

1) ΕΙΣΑΓΩΓΗ.
2) ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΕΠΙΣΦΑΛΕΙΩΝ.
3) ΕΞΩΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΩΝ «ΕΠΙΣΦΑΛΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ» ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΤΗΡΟΥΝ «ΑΠΛΟΓΡΑΦΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ»
4) ΕΙΔΙΚΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΣΕ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ.
5) ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΤΑΙ Ή ΔΕΝ ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΤΑΙ Η ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΕΠΙΣΦΑΛΕΙΩΝ.
6) ΠΟΣΟΣΤΑ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΠΡΟΒΛΕΨΕΩΝ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ .
7) ΧΡΟΝΟΣ ΕΝΑΡΞΗΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ.
8) Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ «ΚΑΤΑΛΛΗΛΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ» ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ
9) ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΕΠΙΣΦΑΛΕΙΩΝ.
10) ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΕΠΙΒΑΡΥΝΕΙ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΧΡΗΣΕΩΝ.
11) ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΙΑΓΡΑΦΗΣ ( ΟΧΙ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ) ΕΠΙΣΦΑΛΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΧΩΡΙΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΠΤΩΣΗ.
12) ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΠΟΥ ΠΡΟΕΒΛΕΠΕ Ο ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ Ν. 2238/94 ΚΑΙ Ο ΙΣΧΥΟΝ Ν. 4172/2013.
13) ΤΥΧΗ ΤΟΥ ΣΥΣΣΩΡΕΥΜΕΝΟΥ ΕΩΣ 31-12-2013 ΥΠΟΛΟΙΠΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΕΠΙΣΦΑΛΩΝ.
14) ΕΠΙΛΟΓΟΣ.

1) ΕΙΣΑΓΩΓΗ.

Ο σχηματισμός πρόβλεψης σύμφωνα με το Ν. 2190/1920. ( « Η λογιστική βάση» )

Άρθρο 43. Κανόνες αποτίμησης «… 8. α) Οι απαιτήσεις που είναι ανεπίδεκτες είσπραξης αποσβένονται ολοσχερώς, ενώ οι επισφαλείς απαιτήσεις απεικονίζονται στον ισολογισμό με την πιθανή τους αξία κατά το χρόνο σύνταξής του … » . Η διαδικασία υπολογισμού/εκτίμησης των επισφαλειών δεν αλλάζει σε σχέση με τα προηγούμενη έτη. ( ανάλογες διατάξεις υπάρχουν και στα Ε.Λ.Π ). Βέβαια αν υπάρχει διαφορά μεταξύ «λογιστικής» και «φορολογικής» βάσης αυτό πρέπει να αναμορφωθεί φορολογικά.

Ο σχηματισμός πρόβλεψης σύμφωνα με το Φορολογικό Νόμο 4172/2013 (άρθρο 26 «Επισφαλείς απαιτήσεις» ). ( « Η φορολογική βάση» )

Ο ισχύον φορολογικός Νόμος, όπως και ο προηγούμενος ( Ν. 2238/1994 ), ορίζει ειδικό τρόπο υπολογισμού των προβλέψεων επισφαλειών που αναγνωρίζονται φορολογικά.

Στο παρόν άρθρο, αναλύουμε την διαδικασία σχηματισμού της «φορολογικής» πρόβλεψης επισφαλειών.

2) ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΕΠΙΣΦΑΛΕΙΩΝ.

Δικαιούχοι είναι όλα τα νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες , ανεξάρτητα αν τηρούν διπλογραφικά ή απλογραφικά βιβλία, καθώς και για τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα. Σημειώνεται ότι οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις των υπόχρεων με απλογραφικά βιβλία υπολογίζονται με τις ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις που εφαρμόζονται και στους υπόχρεους που τηρούν διπλογραφικά βιβλία.

3) ΕΞΩΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΩΝ «ΕΠΙΣΦΑΛΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ» ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΤΗΡΟΥΝ «ΑΠΛΟΓΡΑΦΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ»

Δεδομένου ότι τα νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες που τηρούν απλογραφικά βιβλία, καθώς και τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα και τα οποία επίσης τηρούν απλογραφικά βιβλία δεν τηρούν στα λογιστικά βιβλία τους υπόλοιπα λογαριασμών πελατών, θα παρακολουθούν τις επισφαλείς απαιτήσεις τους εξωλογιστικά, τηρώντας καταστάσεις ανά πελάτη ή χρεώστη και ανά συναλλαγή. Οι καταστάσεις αυτές θα ενημερώνονται κάθε φορά που λαμβάνει χώρα μεταβολή στο υπόλοιπο του επισφαλούς πελάτη και θα είναι διαθέσιμες στη Φορολογική Διοίκηση, όταν αυτές ζητηθούν, συνοδευόμενες από όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά έγγραφα που αποδεικνύουν τη λήψη των κατάλληλων ενεργειών και τον τρόπο υπολογισμού των προβλέψεων.

4) ΕΙΔΙΚΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΣΕ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ.

Για τις κατωτέρω κατηγορίες επιχειρήσεων, ισχύει (άλλος) ειδικός τρόπος, υπολογισμού της πρόβλεψης επισφαλειών :

(1) Οι τράπεζες (και οι συνεταιριστικές τράπεζες) μπορούν να εκπίπτουν προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων σε ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) επί του ποσού του ετήσιου μέσου όρου των πραγματικών χορηγήσεων, όπως αυτό προκύπτει από τις μηνιαίες λογιστικές καταστάσεις τους.

(2) Το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης («ΕΤΕΑΝ ΑΕ»), το οποίο αποτελεί καθολικό διάδοχο της «ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ», εφαρμόζεται ποσοστού 1% επί του ετήσιου μέσου όρου των εν ενεργεία εγγυήσεων.

(3) Οι εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης μπορούν να εκπίπτουν προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων σε ποσοστό μέχρι δύο τοις εκατό (2%) επί του συνολικού ύψους μισθωμάτων, τα οποία προκύπτουν από τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, που έχουν συναφθεί μέσα στη διάρκεια του φορολογικού έτους.

(4) Οι εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring) μπορούν να εκπίπτουν μέχρι ενάμιση τοις εκατό (1,5%) επί του μέσου ετήσιου ύψους των ποσών που ο φορέας έχει προεξοφλήσει έναντι απαιτήσεων που έχει αναλάβει να εισπράξει από εξαγωγική δραστηριότητα χωρίς δικαίωμα αναγωγής, καθώς και μέχρι ένα τοις εκατό (1%) επί του μέσου ετήσιου ύψους των ποσών των προεξοφλήσεων έναντι απαιτήσεων με δικαίωμα αναγωγής.

5) ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΤΑΙ Ή ΔΕΝ ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΤΑΙ Η ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΕΠΙΣΦΑΛΕΙΩΝ.

(1) Υπολογίζεται επί απαιτήσεων που δημιουργήθηκαν από χονδρικές και λιανικές πωλήσεις ( δηλ. έναντι πελατών, τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού ) : Για τον υπολογισμό των προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων λαμβάνονται υπόψη και οι απαιτήσεις και από χονδρικές και από λιανικές πωλήσεις ή παροχή υπηρεσιών προς ιδιώτες, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων.

(2) Υπολογίζεται και επί απαιτήσεων που δεν προέρχονται από πελάτες. Δεν περιορίζεται η απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων σε εκείνες που έχουν προέλθει μόνο από πελάτες αλλά καταλαμβάνει κάθε απαίτηση που δεν εισπράχθηκε ή δεν συμψηφίσθηκε. Για παράδειγμα, επιχείρηση, προκειμένου να κατασκευάσει αποθήκες, έχει συνάψει σύμβαση με κατασκευαστική εταιρεία, στην οποία κατέβαλε προκαταβολή 10.000 ευρώ. Η κατασκευαστική εταιρεία όμως περιήλθε σε παύση πληρωμών και δεν κατασκεύασε τις αποθήκες. Η επιχείρηση αυτή μπορεί να σχηματίσει πρόβλεψη για το ποσό της προκαταβολής.

(3) Δεν υπολογίζεται πρόβλεψη επί του μέρους των απαιτήσεων που προέρχονται από Φ.Π.Α. Στην αξία της απαίτησης, προκειμένου για τον υπολογισμό πρόβλεψης επισφαλών απαιτήσεων, δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνεται ο ΦΠΑ με τον οποίο επιβαρύνονται οι πωλήσεις ή υπηρεσίες, καθόσον δεν αποτελεί ακαθάριστο έσοδο της επιχείρησης. [fusion_builder_container hundred_percent=”yes” overflow=”visible”][fusion_builder_row][fusion_builder_column type=”1_1″ background_position=”left top” background_color=” border_size=” border_color=” border_style=”solid” spacing=”yes” background_image=” background_repeat=”no-repeat” padding=” margin_top=”0px” margin_bottom=”0px” class=” id=” animation_type=” animation_speed=”0.3″ animation_direction=”left” hide_on_mobile=”no” center_content=”no” min_height=”none”][ Πρόκειται για «αντίφαση » της ερμηνευτικής που ενώ επιτρέπει την διαγραφή σε περιπτώσεις «προκαταβολών» ( δεν είναι έσοδο), επικαλείται τον ίδιο λόγο για να δικαιολογήσει τον μη υπολογισμό πρόβλεψης στο μέρος της απαίτησης που αφορά τον Φ.Π.Α (;) ]

(4) Λαμβάνονται υπόψη τυχόν επιστροφές ή εκπτώσεις επί των διενεργηθεισών πωλήσεων ή παρασχεθεισών υπηρεσιών.

(5) Δεν υπάρχει περιορισμός παλαιότητας της απαίτησης, για τον σχηματισμό της πρόβλεψης. Δηλαδή λαμβάνονται και εκείνες οι επισφαλείς απαιτήσεις που προέκυψαν πριν την 1/1/2014 και δεν είχαν διαγραφεί μέχρι τις 31/12/2013.

(6) Για την εξεύρεση του ποσού της ληξιπρόθεσμης απαίτησης, αυτό που λαμβάνεται υπόψη δεν είναι το συνολικό ανεξόφλητο υπόλοιπο του εκάστοτε πελάτη ή άλλου χρεώστη αλλά το ανεξόφλητο ποσό της κάθε μίας συναλλαγής με τον πελάτη αυτόν.

Συγκεκριμένα, στην περίπτωση πελατών επιχείρησης των οποίων οι οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και με τους οποίους υφίστανται πέραν της μίας συναλλαγές, οι προβλέψεις θα σχηματίζονται με διαφορετικά ποσοστά επί των οφειλομένων ποσών ανά συναλλαγή και επί τη βάσει του χρόνου που αυτά παραμένουν ανείσπρακτα.

(7) Ο σχηματισμός προβλέψεων επισφαλών απαιτήσεων δεν επιτρέπεται στις περιπτώσεις επισφαλών απαιτήσεων «κατά» των μετόχων ή εταίρων της επιχείρησης με ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής δέκα τοις εκατό (10%) και των θυγατρικών εταιρειών της επιχείρησης με ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής δέκα τοις εκατό (10%), εκτός αν για την αξίωση που αφορά αυτές τις οφειλές υπάρχει εκκρεμοδικία ενώπιον δικαστηρίου ή διαιτητικού δικαστηρίου, ή εάν ο οφειλέτης έχει υποβάλει αίτημα κήρυξης σε πτώχευση ή υπαγωγής σε διαδικασία εξυγίανσης ή σε βάρος του έχει εκκινήσει η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης.

(8) Δεν επιτρέπεται ο σχηματισμός προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις που καλύπτονται από ασφάλιση ή οποιαδήποτε εγγυοδοσία ή άλλη ενοχική ή εμπράγματη ασφάλεια

(9) Δεν επιτρέπεται ο σχηματισμός προβλέψεων για οφειλές του Δημοσίου ή των Ο.Τ.Α. ή για εκείνες που έχουν δοθεί με την εγγύηση αυτών των φορέων. Στις ανωτέρω εξαιρέσεις από το σχηματισμό προβλέψεων επισφαλών απαιτήσεων δεν περιλαμβάνονται και άρα είναι δυνατός ο σχηματισμός προβλέψεων για απαιτήσεις έναντι Ν.Π.Δ.Δ., δημόσιες επιχειρήσεις ή οργανισμούς, οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, κ.λπ.

6) ΠΟΣΟΣΤΑ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΠΡΟΒΛΕΨΕΩΝ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ .

α) για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις μέχρι το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ που δεν έχουν εισπραχθεί για διάστημα άνω των δώδεκα (12) μηνών, ο φορολογούμενος δύναται να σχηματίσει πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων σε ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) της εν λόγω απαίτησης, εφόσον έχουν αναληφθεί οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης της εν λόγω απαίτησης,

β) για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις άνω του ποσού των χιλίων (1.000) ευρώ που δεν έχουν εισπραχθεί για διάστημα άνω των δώδεκα (12) μηνών, ο φορολογούμενος δύναται να σχηματίσει πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων, εφόσον έχουν αναληφθεί οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης της εν λόγω απαίτησης, σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

Χρόνος υπερημερίας (σε μήνες) Προβλέψεις (σε ποσοστό %)
>12 50
>18 75
>24 100

Στην έννοια της ληξιπρόθεσμης απαίτησης περιλαμβάνονται οι περιπτώσεις των απαιτήσεων εκείνων που η ημερομηνία εξόφλησής τους έχει παρέλθει και ειδικότερα:
7) ΧΡΟΝΟΣ ΕΝΑΡΞΗΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ.

α) σε περίπτωση που βάσει συμφωνητικού ή άλλου διακανονισμού παρέχεται στον πελάτη χρόνος πίστωσης για την αποπληρωμή της οφειλής, κρίσιμος χρόνος για την αφετηρία υπολογισμού του χρόνου υπερημερίας για την απαίτηση αυτή, είναι η παρέλευση του χρόνου πίστωσης,

β) σε περίπτωση που πέραν του τιμολογίου δεν υπάρχει σχετικό συμφωνητικό ή άλλος διακανονισμός, αφετηρία υπολογισμού του χρόνου είναι η ημερομηνία έκδοσης του παραστατικού,

γ) σε περίπτωση εξόφλησης απαιτήσεων με γραμμάτια, η ημερομηνία λήξης τους και με επιταγή, η ημερομηνία της επιταγής.

8) Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ «ΚΑΤΑΛΛΗΛΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ» ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ

Με βάση την αιτιολογική έκθεση του ν.4172/2013 προκύπτει ότι η προϋπόθεση της ανάληψης κατάλληλων ενεργειών για τη διασφάλιση δικαιώματος είσπραξης θέτει ένα ελάχιστο όριο για τη διεκδίκηση είσπραξης της απαίτησης, χωρίς να προσδιορίζει το μέσο για τη διεκδίκηση και κατά τούτο μπορεί να αναληφθεί οποιαδήποτε ενέργεια για την είσπραξη, αρκεί να είναι πρόσφορη για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης. Σε κάθε περίπτωση ο κατάλληλος ή μη χαρακτήρας, ως θέμα πραγματικό, κρίνεται ad hoc με βάση το ύψος της απαίτησης, το φερέγγυο ή μη του καθ’ ου η απαίτηση, καθώς και από άλλους παράγοντες και εναπόκειται στην κρίση της ελεγκτικής αρχής. Ωστόσο οι όποιες ενέργειες, που εξαρτώνται από το ύψος της απαίτησης και την φερεγγυότητα του πελάτη, θα πρέπει να διασφαλίζουν το δικαίωμα της επιχείρησης να εισπράξει τις απαιτήσεις της. Πέραν της άσκησης ένδικου βοηθήματος και της αίτησης για λήψη ασφαλιστικών ή αναγκαστικών μέτρων, κατάλληλες ενέργειες είναι η σφράγιση μίας επιταγής από την εκδότρια τράπεζα, η κατάθεση όλων των απαραίτητων δικαιολογητικών για την έκδοση διαταγής πληρωμής, κ.λπ.

Διευκρινίζεται ότι το δικαίωμα της επιχείρησης να εισπράξει τις απαιτήσεις της δεν διασφαλίζεται από ενέργειες όπως η ανάθεση διεκδίκησης της απαίτησης σε τρίτους (εισπρακτικές εταιρείες) ή η φραγή/διακοπή της παροχής υπηρεσιών στην περίπτωση εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, κ.λπ.

Οι όποιες ενέργειες έχουν ήδη ληφθεί πριν την 01.01.2014 για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης και χαρακτηρίζονται ως κατάλληλες με βάση την παρούσα λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού και οι συγκεκριμένες ενέργειες δεν απαιτείται να επαναληφθούν.

Στην περίπτωση που οι επιχειρήσεις δεν προέβησαν σε κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης, οι προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων δεν θα αναγνωρίζονται φορολογικά και η επιχείρηση θα πρέπει να προβαίνει στη σχετική φορολογική αναμόρφωση των λογιστικών αποτελεσμάτων.

9) ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΕΠΙΣΦΑΛΕΙΩΝ.

(1) Η επιχείρηση θα πρέπει να ελέγξει το χρόνο που παραμένουν ανείσπρακτα τα τιμολόγια ( στο σύνολο ή μέρος αυτών ) , σύμφωνα με την κλίμακα που αναφέρετε ανωτέρω ( παρ. 6 ). Σημειώνεται ότι ο χρόνος έναρξης της παλαιότητας ορίζεται κατά περίπτωση ( δες : παρ. 7 ).

(2) Ελέγχουμε ότι για τα ποσά των απαιτήσεων, για τα οποία θα υπολογίσουμε πρόβλεψη, έχουν ληφθεί οι «κατάλληλες ενέργειες», για τη διασφάλιση δικαιώματος είσπραξης.

(3) Για τα για τα ποσά αυτά των απαιτήσεων, για τα οποία έχουν ληφθεί οι «κατάλληλες ενέργειες», διαχωρίζεται από την συνολική αξία του κάθε τιμολογίου, το ποσό του Φ.Π.Α.

(4) Πολλαπλασιάζουμε το ποσό μετά την αφαίρεση του Φ.Π.Α, επί τον ανάλογο συντελεστή , ανάλογα με την παλαιότητα της απαίτησης.

(5) Αθροίζουμε τα επιμέρους ποσά όλων των περιπτώσεων και καταχωρούμε την σχετική λογιστική εγγραφή :

• (χ) Λογ. 68.ΧΧ «Προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις » ή 83.11 «προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις»
• (π) Λογ. 44.11 Προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις.

Η δαπάνη αυτή, αναγνωρίζεται φορολογικά.

Για λόγους λογιστικής τάξεως, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε διαφορετικό υπολογαριασμό σε σχέση με τους υπολογαριασμούς που έχουμε χρησιμοποιήσει για την καταχώρηση των προβλέψεων έως 31-12-2013 και των προβλέψεων ( εφόσον είχαμε τέτοια περίπτωση ), που δεν αναγνωρίζονταν φορολογικά.

Παράδειγμα:

Έστω ότι η επιχείρηση «ΑΛΦΑ ΑΕ», με φορολογικό έτος 1.1.2014 – 31.12.2014, εμφανίζει στο τέλος του φορολογικού της έτους ανεξόφλητο υπόλοιπο απαίτησης του πελάτη της «ΒΗΤΑ ΑΕ», με τον οποίο έχει παραπάνω της μίας συναλλαγές, συνολικού ύψους 15.000 ευρώ. Το ανεξόφλητο αυτό υπόλοιπο αντιστοιχεί σε τρία (3) τιμολόγια το πρώτο εκ των οποίων φέρει ημερομηνία έκδοσης 01.02.2013, είναι αξίας 10.000 ευρώ και για το οποίο παραμένει ανεξόφλητο υπόλοιπο 4.000 ευρώ. Το δεύτερο τιμολόγιο φέρει ημερομηνία 15.07.2013, είναι αξίας 12.000 ευρώ και για το οποίο παραμένει ανεξόφλητο υπόλοιπο 7.000 ευρώ. Το τρίτο τιμολόγιο φέρει ημερομηνία 30.06.2014, είναι αξίας 4.000 ευρώ και είναι ανεξόφλητο στο σύνολό του. Η επιχείρηση αυτή έχει προβεί σε όλες τις κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης των εν λόγω απαιτήσεων.

Για να υπολογίσει τις εκπιπτόμενες προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων στις 31.12.2014, η επιχείρηση θα πρέπει να ελέγξει το χρόνο που παραμένουν ανείσπρακτα τα τιμολόγια. Για το τρίτο τιμολόγιο η επιχείρηση δεν μπορεί την ως άνω ημερομηνία να σχηματίσει πρόβλεψη, καθώς δεν έχει παρέλθει το απαιτούμενο 12μηνο. Για το δεύτερο τιμολόγιο η επιχείρηση μπορεί να σχηματίσει επί του οφειλόμενου υπολοίπου 7.000 ευρώ ποσοστό ίσο με 50%, άρα πρόβλεψη ίση με 3.500 ευρώ, καθόσον παρήλθε το 12μηνο αλλά όχι το 18μηνο. Τέλος, για το πρώτο τιμολόγιο η επιχείρηση μπορεί να σχηματίσει επί του οφειλόμενου υπολοίπου 4.000 ευρώ ποσοστό ίσο με 75%, άρα πρόβλεψη ίση με 3.000 ευρώ, καθόσον παρήλθε το 18μηνο αλλά όχι το 24μηνο. Κατά συνέπεια, για τον πελάτη «ΒΗΤΑ ΑΕ» η επιχείρηση δικαιούται να σχηματίσει προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων, αναγνωριζόμενες φορολογικά, συνολικού ύψους 6.500 ευρώ.

Στις 31.12.2015 υφίστανται τα ίδια ως άνω ανείσπρακτα υπόλοιπα, με αυτά της 31.12.2014. Η επιχείρηση θα σχηματίσει πρόβλεψη για το τρίτο τιμολόγιο ίση με το 50% του ανεξόφλητου υπολοίπου του, ήτοι 50% x 4.000 = 2.000 ευρώ, για το δεύτερο τιμολόγιο 100% επί του ανεξόφλητου υπολοίπου του, αφαιρουμένου του ποσού πρόβλεψης που σχηματίστηκε στις 31.12.2014, ήτοι 100% x 7.000 – 3.500 = 3.500 ευρώ και για το πρώτο τιμολόγιο θα σχηματίσει πρόβλεψη ίση με το ανεξόφλητο υπόλοιπό του επί το συντελεστή 100%, αφαιρουμένου του ποσού πρόβλεψης που σχηματίστηκε στις 31.12.2014, ήτοι 100% x 4.000 – 3.000 = 1.000 ευρώ.

10) ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΕΠΙΒΑΡΥΝΕΙ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΧΡΗΣΕΩΝ.

Η πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων, ανακτάται άμεσα με τη μεταφορά αυτής της πρόβλεψης στα κέρδη της επιχείρησης, εφόσον η απαίτηση: α) καταστεί εισπράξιμη ή β) διαγραφεί.

Σημειώνεται ότι δεν τίθεται χρονικός περιορισμός για την υποχρέωση διαγραφή της πρόβλεψης.

11) ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΙΑΓΡΑΦΗΣ ( ΟΧΙ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ) ΕΠΙΣΦΑΛΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΧΩΡΙΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΠΤΩΣΗ.

Η απαίτηση δύναται να διαγραφεί για φορολογικούς σκοπούς μόνον εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι τρείς προϋποθέσεις: α) έχει προηγουμένως εγγραφεί ποσό που αντιστοιχεί στην οφειλή ως έσοδο, β) έχει προηγουμένως διαγραφεί από τα βιβλία του φορολογούμενου και γ) έχουν αναληφθεί όλες οι κατά νόμο ενέργειες για την είσπραξη της απαίτησης.

Ειδικότερα, όσον αφορά στην τρίτη προϋπόθεση με την οποία απαιτείται να έχουν αναληφθεί όλες οι κατά νόμο ενέργειες για την είσπραξη της απαίτησης, διευκρινίζεται ότι με αυτές πρέπει να αποδεικνύεται ότι η σχετική απαίτηση είναι ανεπίδεκτη είσπραξης, δηλαδή ότι ο οφειλέτης είναι πράγματι αφερέγγυος. Η αφερεγγυότητά του μπορεί να αποδεικνύεται ενδεικτικά από τα ακόλουθα:

α) τελεσίδικη απόφαση δικαστηρίου με την οποία να υποχρεώνεται ο οφειλέτης σε εξόφληση,

β) πιστοποιητικό υποθηκοφυλακείου από το οποίο να προκύπτει, κατά περίπτωση, η μη ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή τα υπάρχοντα τοιαύτα με τα τυχόν βάρη τους,

γ) σε περίπτωση διενέργειας πλειστηριασμού σε βάρος της περιουσίας του οφειλέτη, είτε κατά τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης είτε συνεπεία μη επιτεύξεως πτωχευτικού συμβιβασμού, αντίγραφο του πίνακα κατάταξης ή διανομής από συμβολαιογράφο που ορίστηκε για τον πλειστηριασμό της περιουσίας του οφειλέτη, από τον οποίο να προκύπτει η μη ικανοποίηση του δανειστή από το εκπλειστηρίασμα,

δ) τη συμφωνία εξυγίανσης που επικυρώνεται από το πτωχευτικό δικαστήριο σύμφωνα με το έκτο Κεφάλαιο του Πτωχευτικού Κώδικα (ν.3588/2007), με την οποία προβλέπεται, μεταξύ άλλων, και η μείωση των απαιτήσεων των πιστωτών έναντι της επιχείρησης (προπτωχευτική διαδικασία),

ε) σε περίπτωση επιχείρησης που κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης και από τους επίσημους ισολογισμούς της προκύπτει ότι η επιχείρηση αυτή δεν έχει περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, πάγια, χρεόγραφα κλπ.) για να ικανοποιήσει τους οφειλέτες της. Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της πτώχευσης. Επομένως, η κήρυξη του οφειλέτη σε κατάσταση πτώχευσης λόγω παύσης πληρωμών δεν επιφέρει από μόνη της απόσβεση της απαίτησης.

στ) σε περίπτωση διακοπής εργασιών κεφαλαιουχικών εταιρειών. Τα ανωτέρω είναι ενδεικτικά ούτως ώστε να μην αποκλεισθούν και άλλα τα οποία, είτε από μόνα τους, είτε σε συνδυασμό με τα ανωτέρω, είναι σε θέση να αποδείξουν ότι δεν είναι δυνατή η είσπραξη της απαίτησης. Σε κάθε περίπτωση όμως η επιχείρηση, η οποία φέρει και το βάρος της απόδειξης για την απώλεια συγκεκριμένης απαίτησης, οφείλει όταν της ζητηθεί να προσκομίσει τα δικαιολογητικά εκείνα που διαθέτει στην αρμόδια για τον έλεγχό της φορολογική αρχή η οποία και θα κρίνει τελικά ως θέμα πραγματικό την επισφάλεια και το ανεπίδεκτο της είσπραξης.

ζ) Βεβαιώσεις ή επιστολές δικηγόρων για την αδυναμία είσπραξης της απαίτησης δεν αποτελούν απόδειξη της αφερεγγυότητας του οφειλέτη. Ομοίως, η έκδοση ακάλυπτης επιταγής και η σχετική καταδίκη για την έκδοση αυτή δεν δημιουργούν μόνες τους ούτε αποδεικνύουν εξ αντικειμένου την αφερεγγυότητα του οφειλέτη.

η) Όταν η απαίτηση απορρέει από την πώληση κινητών πραγμάτων με τον όρο παρακράτησης της κυριότητας από τον πωλητή μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος, δεν μπορεί να γίνει διαγραφή αυτής πριν από την περαίωση της διαδικασίας διεκδίκησης και επιστροφής στην πωλήτρια επιχείρηση του πωληθέντος και μη εξοφληθέντος από τον αγοραστή πράγματος ή πριν την περαίωση της διαδικασίας δικαστικής επιδίωξης για την αποπληρωμή του τιμήματος.

12) ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΠΟΥ ΠΡΟΕΒΛΕΠΕ Ο ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ Ν. 2238/1994 ΚΑΙ Ο ΙΣΧΥΟΝ Ν. 4172/2013.

(1) Ο προηγούμενος νόμος προέβλεπε υπολογισμό με βάση ποσοστό ( 0,5% ) επί του τζίρου, ενώ ο ισχύον Νόμος εισάγει τα κριτήρια της «παλαιότητας» της απαίτησης και της λήψης «κατάλληλων ενεργειών», για την είσπραξη της απαίτησης.

(2) Η πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων βάσει του νέου Ν. 4172/2013 δεν προβλέπει ανώτατο όριο πρόβλεψης επισφάλειας, ούτε σαν ποσό, ούτε σαν ποσοστό επί των απαιτήσεων (30% του χρεωστικού υπολοίπου του λογ. «Πελάτες») όπως ο προηγούμενος.

(3) Η πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων βάσει του νέου Ν. 4172/2013 , αφορά κάθε απαίτηση που δεν εισπράχθηκε ή δεν συμψηφίσθηκε (πχ. προκαταβολές), εκτός των εξαιρέσεων που προβλέπονται ( δείτε ανωτέρω : παρ. 5 ), ενώ ο προηγούμενος Νόμος αφορούσε κυρίως απαιτήσεις από Πωλήσεις χονδρικής.

13) ΤΥΧΗ ΤΟΥ ΣΥΣΣΩΡΕΥΜΕΝΟΥ ΕΩΣ 31-12-2013 ΥΠΟΛΟΙΠΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΕΠΙΣΦΑΛΩΝ.

Με την παράγραφο 4 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι για τις προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων που έχουν σχηματισθεί στα φορολογικά έτη 2010, 2011, 2012 και 2013 θα έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της περ. θ’ της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 2238/1994 (παλαιός Κ.Φ.Ε.). Με τις προγενέστερες αυτές διατάξεις οριζόταν ότι το ποσό της πρόβλεψης που εμφανίζεται στο λογαριασμό 44.11 «Προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις» υπόκειται σε φορολογία εισοδήματος εάν στο τέλος κάθε πενταετίας αρχής γενομένης από τη διαχειριστική περίοδο 2005 υφίσταται στον ως άνω λογαριασμό υπόλοιπο λόγω μη επαληθεύσεως των προβλέψεων με επισφαλείς απαιτήσεις. Το υπόλοιπο αυτό ποσό μεταφέρεται στα ακαθάριστα έσοδα του επόμενου φορολογικού έτους, υποκείμενο σε φορολογία με τις γενικές διατάξεις.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού «Προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις» που σχηματίσθηκε με βάση τις προϊσχύσασες διατάξεις του ν. 2238/1994, όπως εμφανίζεται στις 31.12.2014 πρέπει να μεταφερθεί στα ακαθάριστα έσοδα του φορολογικού έτους 2015, καθόσον τότε συμπληρώνεται η πενταετία με βάση τις προαναφερόμενες διατάξεις. Κατά συνέπεια, το πιο πάνω υπόλοιπο θα μεταφερθεί αυτούσιο στα φορολογητέα έσοδα του φορολογικού έτους 2015 συναθροιζόμενο με τα λοιπά φορολογούμενα έσοδα του έτους αυτού μειωμένο κατά τις τυχόν διαγραφές επισφαλών απαιτήσεων που αφορούν χρήσεις πριν την 31.12.2013 και έλαβαν χώρα εντός του φορολογικού έτους 2014.

Οι υπερβάλλουσες του 1% ή 0,5% προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων που είχαν σχηματισθεί με βάση τις προγενέστερες διατάξεις του Κ.Φ.Ε. (ν.2238/1994) κατά τα προηγούμενα έτη (2013 και πριν) και οι οποίες δεν είχαν εκπέσει κατά το χρόνο σχηματισμού τους, δεν φορολογούνται εκ νέου.

14) ΕΠΙΛΟΓΟΣ.

Στο καίριο ερώτημα, που προέκυπτε από το άρθρο 26 του Ν. 4172/2013 : «Ποιες θεωρούνται κατάλληλες ενέργειες για διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης», δεν δόθηκαν επιπλέον ουσιαστικές διευκρινήσεις, πέρα από αυτές που ήδη γνωρίζαμε από την «αιτιολογική» του Νόμου. Εκτιμώ ότι σε αρκετές περιπτώσεις λόγω αφενός της πρώτης εφαρμογής και αφετέρου του γενικότερου «κλίματος» επισφαλειών, που υπάρχει στις επιχειρήσεις, θα προκύψουν σημαντικά ετήσια ποσά επισφαλειών, σε σχέση με τον προηγούμενο τρόπο υπολογισμού.

Επίσης η απαιτούμενη λογιστική εργασία που θα απαιτηθεί, για τον προσδιορισμό του ύψους της πρόβλεψης επισφαλειών, είναι σημαντική ( σκεφτείτε π.χ περιπτώσεις « αντικατάστασης επιταγών», υπολογισμού του ποσού της εξόφλησης που αφορά τον Φ.Π.Α, έκδοση πιστωτικών, κ.λ.π ), όχι μόνο για τα διπλογραφικά αλλά και για τα απλογραφικά βιβλία.

[/fusion_builder_column][/fusion_builder_row][/fusion_builder_container]