Η ενδικοφανής προσφυγή του άρθρου 63 ν. 4174/2013

Του Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω Γεωργίου Σπ. Ευσταθόπουλου, εξειδικευθέντος στο Φορολογικό Δίκαιο

Με τους νόμους 4152/2013 και 4174/2013 επιχειρήθηκε η υιοθέτηση μίας νέας προδικασίας επίλυσης των φορολογικών διαφορών.

Ειδικότερα, ο φορολογούμενος, προκειμένου να αμφισβητήσει οιοδήποτε σε βάρος του φορολογικό καταλογισμό, υποχρεούται να απευθυνθεί στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (πρώην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης) με Ενδικοφανή Προσφυγή.

Διά του άνω τρόπου, καθιερώνεται η ανατροπή του ισχύοντος, μέχρι την έκδοση των άνω νόμων, καθεστώτος, κατά το οποίο πράξη φορολογικού καταλογισμού αρμόδιας Αρχής ηδύνατο να ακυρωθεί μόνο με δικαστική απόφαση, αποκλειομένης της περιπτώσεως συμμετοχής μίας άλλης (δεύτερης) διοικητικής Αρχής στον καθορισμό της φορολογικής επιβαρύνσεως των φορολογουμένων.

Η ως άνω συντελεσθείσα αλλαγή τελικά ωφέλησε ή όχι; Είναι σύμφωνη με τις αρχές του δικαίου και το Σύνταγμα; Εξυπηρέτησε το σκοπό της που είναι η ταχύτερη διεκπεραίωση των φορολογικών διαφορών, η ταχεία είσπραξη φόρων, η αποφόρτιση των διοικητικών δικαστηρίων και η ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης;

Σε απάντηση των άνω ερωτημάτων, επισημαίνονται τα ακόλουθα:

1ον. Η «προβεβαίωση» ποσοστού 50%.

Υπό το προϊσχύον καθεστώς, το ποσοστό της προβεβαίωσης ανερχόταν σε ποσοστό 25% της φορολογικής οφειλής, με βάση την εκδοθείσα ατομική διοικητική πράξη της αρμόδιας Αρχής, η οποία αποτελούσε και τον οριστικό νόμιμο τίτλο, η αμφισβήτηση του οποίου ανατίθετο στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια κατόπιν ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος της Προσφυγής.

Με το νέο καθεστώς, ο φορολογούμενος είναι υποχρεωμένος αφενός να απευθυνθεί ενώπιον άλλης διοικητικής Αρχής (Δ.Ε.Δ), με την υποβολή Ενδικοφανούς Προσφυγής, και αφετέρου να καταβάλλει (ακολούθως) ποσοστό 50% της καταλογισθείσας φορολογικής επιβάρυνσης, προκειμένου μάλιστα να τύχει της αναστολής εισπράξεως του υπολοίπου 50%.

Στο σημείο αυτό παρατηρούνται τα εξής:

(α) Το προκαταβλητέο ποσοστό διπλασιάζεται και συνεπώς η μεταβολή αυτή χειροτερεύει τη θέση του φορολογούμενου

(β) Επιδιώκεται η είσπραξη του άνω ποσοστού με βάση προσωρινό διοικητικό τίτλο, η νομιμότητα του οποίου αμφισβητείται αρχικώς σε επίπεδο Διοίκησης με ενδικοφανή προσφυγή, η απόφαση της οποίας συνιστά τον οριστικό τίτλο.

(γ) Ανατίθεται στη διοίκηση η αρμοδιότητα κρίσεως επί της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων χορήγησης αναστολής είσπραξης του προβεβαιωτέου ποσοστού 50%

Η προβεβαίωση ποσοστού της καταλογισθείσας επιβαρύνσεως είχε την ακόλουθη δικαιολογητική βάση: Σε σχέση με τη Διοίκηση, ο θεσμός της προβεβαίωσης προστάτευε έως ένα βαθμό το ίδιο το Κράτος από την κατάχρηση, εκ μέρους των φορολογουμένων, του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας διά της υποβολής προφανώς αβάσιμων προσφυγών, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η καθυστέρηση εκπλήρωσης των νομίμως καταλογισθεισών φορολογικών τους υποχρεώσεων. Σε σχέση με τους φορολογούμενος, η προβεβαίωση του ποσοστού αφενός μεν τελούσε σε μία «ανεκτά» χαμηλή αντιστοιχία σε σχέση με το συνολικό ποσό της καταλογιζόμενης φορολογικής οφειλής, αφετέρου δε η ενάσκηση του δικαιώματος εκ μέρους του Δημοσίου (ήτοι της προβεβαίωσης) αντισταθμιζόταν από το δικαίωμα του φορολογούμενου να αιτηθεί προσωρινή δικαστική προστασία διά της υποβολής Αιτήσεως Αναστολής της είσπραξης του προβεβαιωτέου ποσοστού.

Το ως άνω προϊσχύον καθεστώς, παρά τις όποιες αδυναμίες που θα μπορούσε κάποιος να τονίσει, σαφώς εξυπηρετούσε εις το ακέραιον τις αρχές της νομιμότητας, του Κράτους δικαίου και της εύλογης εμπιστοσύνης του διοικούμενου στη Διοίκηση.

Με το νέο όμως καθεστώς :

(α) καταργήθηκε η προσωρινή δικαστική προστασία για την προβεβαίωση του ποσοστού 50%, γεγονός που προσκρούει στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος

(β) η είσπραξη οιουδήποτε ποσοστού του καταλογιζόμενου φόρου κατά τη διοικητική διαδικασία με βάση προσωρινό διοικητικό τίτλο προσκρούει στη αρχή της βεβαιότητας του φόρου, η οποία απορρέει από το άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος.

(γ) ο έλεγχος της διοικητικής πράξεως, δυνάμει της οποίας προβεβαιώνεται (αλλά λόγω οικονομικής αδυναμίας δεν καταβάλλεται το 50%), μεταφέρεται κατά το μακρινό χρονικό σημείο εκδικάσεως της δικαστικής προσφυγής, οπότε πιθανότατα θα έχει ολοκληρωθεί και το τελευταίο στάδιο της διοικητικής εκτελέσεως για την είσπραξη. Στην περίπτωση της καταβολής του ποσοστού 50% επί προφανώς μη νόμιμης καταλογιστικής πράξεως, επιμηκύνεται ο χρόνος κατοχής των εισπραχθέντων ποσών εκ μέρους του Δημοσίου μέχρι την δικαστική ακύρωση της πράξεως.

Η παρεχομένη υπό της άνω διατάξεως δυνατότητα του φορολογούμενου να αιτηθεί την χορήγηση αναστολής της είσπραξης του «προβεβαιωτέου» ποσοστού της φορολογικής επιβαρύνσεως από την Διοίκηση (Δ.Ε.Δ), προς την οποία «μεταφέρθηκε η σχετική αρμοδιότητα», ΔΕΝ παρέχει αποτελεσματική προστασία.

Τούτο διότι σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 63:

(α) εάν δεν εκδοθεί απόφαση επί του αιτήματος αναστολής εντός 20 ημερών από το χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης τότε αυτή θεωρείται ότι έχει απορριφθεί. Μάλιστα στην ίδια διάταξη ορίζεται ότι τυχόν χορήγηση αναστολής της πληρωμής δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο από την υποχρέωση καταβολής  «των τόκων» λόγω εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου.

Είναι κοινό τοις πάσι σήμερα ότι όλες οι δημόσιες υπηρεσίες υπολειτουργούν λόγω της έλλειψης προσωπικού. Επομένως, ελλοχεύει ο κίνδυνος να προβεί η Διοίκηση σε εκτεταμένη χρήση της παρεχόμενης υπό της άνω διατάξεως δυνατότητας, δηλαδή να απορριφθούν σιωπηρώς όλες οι αιτήσεις αναστολής. Ο μέχρι σήμερα σύντομος βίος της Δ.Ε.Δ. επιβεβαιώνει το άνω συμπέρασμα.

Βέβαια, ο κίνδυνος της σιωπηρής απόρριψης υφίσταται και για τις ενδικοφανείς προσφυγές, όχι μόνο λόγω της υποστελέχωσης της Διοίκησης αλλά και λόγω της εξαιρετικά σύντομης προθεσμίας για την έκδοση αποφάσεως.

Εξάλλου, η έννοια της παροχής αποτελεσματικής προστασίας, εκδηλούμενη εν προκειμένω διά της (διοικητικής) χορήγησης αναστολής εισπράξεως, περιορίζεται απαραδέκτως, κατά τη γνώμη μου, διά της εξακολούθησης επιβολής προσαυξήσεων, λόγω εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου, οι οποίες σήμερα είναι υπέρογκες.

(β) μοναδικό λόγο χορήγησης αναστολής αποτελεί η πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης στον υπόχρεο εκ της πληρωμής του ποσοστού 50%.

Η ανεπανόρθωτη βλάβη αποτελεί μία αόριστη νομική έννοια (προερχόμενη προφανώς από τη σχετικά πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 202 του Κ.Δ.Δ.), η εξειδίκευση (και η συνδρομή των όρων) της οποίας ανατίθεται τώρα στη Διοίκηση. Επομένως, εύλογα ανακύπτει το ερώτημα εάν είναι δυνατόν η Διοίκηση να ανταποκριθεί στην υποχρέωση αυτή. Η προσωπική μου άποψη είναι πως η απάντηση στο ερώτημα είναι αρνητική, καθώς η σχετική κρίση ανήκει στη δικαστική εξουσία, η οποία παρέχει τα εχέγγυα ασφαλούς κρίσεως, πολλώ μάλλον και διότι ΔΕΝ είναι δυνατόν η Διοίκηση που εξέδωσε την αμφισβητούμενη καταλογιστική πράξη να κρίνει και περί της τυχόν χορήγησης αναστολής. Σχετικώς, πρέπει να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι πολλοί συνάδελφοι αντιμετώπισαν ερώτημα φορολογουμένων περί του κατά πόσο είναι εφικτό ο αρμόδιος Υπάλληλος της Δ.Ε.Δ. (δηλαδή του Υπ. Οικονομικών) να προτείνει την αναστολή της προβεβαίωσης του καταλογιζόμενου (από έτερη διοικητική Αρχή άλλως από έτερο συνάδελφο) φόρου.

Επισημαίνεται ότι η Διοίκηση δεν έχει εκδώσει μέχρι σήμερα διευκρινιστικές οδηγίες για τα κριτήρια, τους όρους και τον τρόπο εφαρμογής της έννοιας της πρόκλησης «ανεπανόρθωτης βλάβης» στα υπόχρεα πρόσωπα.

Εξάλλου, ο νομοθέτης εσφαλμένως δεν προέβλεψε ως λόγο αναστολής και το βάσιμο της ενδικοφανούς προσφυγής. Ερωτάται, επομένως, εάν είναι προφανώς παράνομη η διοικητική πράξη με την οποία καταλογίστηκε οιοδήποτε ποσό φόρου και ο υπόχρεος έχει τη δυνατότητα να καταβάλει το ποσοστό 50% (απορριπτόμενης της αιτήσεως αναστολής του από τη Διοίκηση) γιατί θα πρέπει να υποχρεωθεί προς τούτο;

2ον. Η υιοθετούμενη ενδικοφανής διαδικασία

Η υιοθετούμενη με τις νέες διατάξεις ενδικοφανής διαδικασία, κατά την ταπεινή άποψη του συντάκτη του παρόντος, ΔΕΝ πετυχαίνει το σκοπό της για τους ακόλουθους λόγους:

(α) Σύμφωνα με την παρ. 5 της διατάξεως του άρθρου 63 Ν. 4174/2013, εάν δεν εκδοθεί εντός της 60νθήμερης προθεσμίας απόφαση, τότε η ενδικοφανής προσφυγή θεωρείται ότι έχει απορριφθεί και ο φορολογούμενος έχει λάβει γνώση αυτής της απόρριψης κατά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής.

Δοθέντος ότι, ως προελέχθη, η Διοίκηση αντιμετωπίζει πρόβλημα υποστελέχωσης, είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να ανταποκριθεί στον όγκο των υποθέσεων που άγονται ενώπιόν της και μάλιστα σε τόσο μικρή προθεσμία. Συνεπεία τούτου, πρόδηλον είναι ότι θα αξιοποιήσει την παρεχόμενη υπό της άνω διατάξεως δυνατότητα μη εξέτασης πλήθους ενδικοφανών προσφυγών.

Αφ’ ής στιγμής παρέχεται στη Διοίκηση η δυνατότητα σιωπηρής απορρίψεως των ενδικοφανών προσφυγών, ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι καταδικασμένος σε αποτυχία.

(β) Εκ της φύσεώς της, η ενδικοφανής διαδικασία περιλαμβάνει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στοιχεία, τα οποία προσιδιάζουν στην δικαστική διαδικασία, τα οποία όμως απουσιάζουν στην καθιερούμενη πλέον νέα φορολογική διαδικασία.

Συγκεκριμένα, η ενδικοφανής διαδικασία περιλαμβάνει και το στοιχείο της προφορικότητας της διαδικασίας/των συνεδριάσεων αλλά και εκείνο της κλήσεως του διοικουμένου προς ακρόαση ενώπιον του αρμοδίου οργάνου της Διοίκησης.

Επισημαίνεται ότι, στο γερμανικό διοικητικό δικονομικό δίκαιο, οι σχετικές διατάξεις περί της ενδικοφανούς διαδικασίας, προβλέπουν ρητώς πλήρεις διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως δικαίωμα ενημέρωσης, πρόσβασης στον φάκελο, προηγούμενης ακροάσεως, υποχρέωση αιτιολογίας, απόλυτο ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Η εν προκειμένω εξεταζόμενη ενδικοφανής διαδικασία στερείται τα απαιτούμενα ως άνω στοιχεία, διά των οποίων και μόνον θα εξασφαλιζόταν η πλήρης νομική και ουσιαστική διερεύνηση της φορολογικής διαφοράς (ως επίσης και η δίκαιη και αμερόληπτη κρίση επ΄ αυτής), καθόσον, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5, η Δ.Ε.Δ. δεν υποχρεούται να καλέσει τον υπόχρεο σε ακρόαση παρά μόνο αν το κρίνει απαραίτητο και δη στις περιπτώσεις που με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής προσκομισθούν νέα στοιχεία ή γίνει επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών, όπως διευκρινίζεται στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3 της ΠΟΛ 1002/2014 απόφασης της ΓΓΔΕ σε συνδυασμό με αυτές της ΠΟΛ.1069/4.3.2014 Εγκυκλίου της ΓΓΔΕ. Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, η ακρόαση καταρχήν είναι έγγραφη και σε εξαιρετικές περιπτώσεις – και εφόσον κατά την κρίση της Υπηρεσίας συντρέχει λόγος- η διενεργούμενη ακρόαση διεξάγεται και προφορικώς σε καθορισμένη ώρα και ημερομηνία (άρθρο 4 παρ. 5 ΠΟΛ 1002/2014). Σε κάθε περίπτωση δε ως νέα στοιχεία ορίζονται αυτά τα οποία δεν είχε στη διάθεσή της η φορολογική αρχή και δεν ήταν δυνατό να τα λάβει υπόψη κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης.

Τούτων δοθέντων, η τιθέμενη υπό της άνω διατάξεως ενδικοφανής διαδικασία παραβιάζει ευθέως το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ακροάσεως του διοικούμενου.

(γ) Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, οι ατομικές διοικητικές πράξεις, οι οποίες επάγονται δυσμενείς για τους διοικουμένους συνέπειες, πρέπει να αιτιολογούνται και δη εμπεριστατωμένως, συνεπεία ακριβώς των άνω δυσμενών συνεπειών τους.

Η αιτιολογία κάθε εκδιδόμενης διοικητικής πράξεως πρέπει να είναι ειδική, επαρκής και να ανταποκρίνεται στα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης.

Περαιτέρω, αιτιολογία, εν γένει, είναι η αναφορά των ρυθμιζόντων την έκδοση της διοικητικής πράξης κανόνων δικαίου και της ερμηνείας αυτών, της διαπιστώσεως της συνδρομής των πραγματικών ή νομικών καταστάσεων, εν όψει των οποίων κατ΄ εφαρμογή των κανόνων τούτων επιτρέπεται (ή επιβάλλεται) η έκδοση της πράξεως, καθώς επίσης και των σκέψεων του διοικητικού οργάνου, οι οποίες οδήγησαν στην έκδοση (ή την παράλειψη εκδόσεως) της διοικητικής πράξεως. Τα στοιχεία δε της αιτιολογίας δύνανται να αφορούν είτε την νομιμότητα είτε την σκοπιμότητα της πράξεως.

Επιπροσθέτως, σκοπός της αιτιολογίας είναι η δημιουργία δυνατότητας ελέγχου, τόσο από τον διοικούμενο όσο και από τον ακυρωτικό Δικαστή, ήτοι ελέγχου εάν και κατά πόσο η διοικητική πράξη εξεδόθη προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος ή την διασφάλιση του διοικουμένου και κατά πόσο είναι σύμφωνη εναρμονιζομένη με τους κανόνες δικαίου, οι οποίοι καθορίζουν το πλαίσιο της νομιμότητας.

Η έλλειψη της αιτιολογίας ή τα ελαττώματα της πράξεως συνεπάγονται το ακυρώσιμο αυτής, υπάγονται δε στον ευρύτερο λόγο ακυρώσεως, ένεκα παραβάσεως κατ΄ ουσία διατάξεων του νόμου.

Ωστόσο, με την παρ. 6 της άνω διατάξεως, η Διοίκηση απαλλάσσεται της υποχρέωσης να αιτιολογεί την απορριπτική της ενδικοφανούς προσφυγής της απόφαση. Δηλαδή, απαλλάσσεται από την υποχρέωση να απαντήσει στα προβαλλόμενα με την ενδικοφανή προσφυγή επιχειρήματα του φορολογουμένου.

Η υποχρέωση αιτιολογίας παραμένει μόνο σε περίπτωση μερικής ή ολικής ακύρωσης της καταλογιστικής πράξεως ή τροποποίησης αυτής. Διά του τρόπου αυτού παραβιάζεται όχι μόνο η αρχή της αιτιολογίας των διοικητικών πράξεων αλλά και η αρχή της ισότητας (άρ. 4 Σ), λόγω της άνισης αντιμετωπίσεως των φορολογουμένων σε σχέση με τη Διοίκηση.

(δ) Οι διατάξεις του άρθρου 64 με τις διατάξεις του άρθρου 65 του Ν. 4174/2013 ΔΕΝ συνάδουν.

Τούτο διότι, ενώ με το άρθρο 64 υιοθετείται ορθώς η υποχρέωση της φορολογικής διοίκησης περί παροχής σαφούς, ειδικής και επαρκούς αιτιολογίας για τη νομική βάση, τα γεγονότα και τις περιστάσεις που θεμελιώνουν την έκδοση πράξεως και τον προσδιορισμό του φόρου, εντούτοις με το άρθρο 65, σε περίπτωση αμφισβήτησης πράξης προσδιορισμού φόρου στα πλαίσια ενδικοφανούς προσφυγής, ο φορολογούμενος φέρει το βάρος απόδειξης της πλημμέλειας της πράξης προσδιορισμού του φόρου.

Σαφέστατα, δικαιότερο θα ήταν το βάρος αποδείξεως να ανατεθεί στην Διοίκηση, αφού η τελευταία επωμίζεται, με ρητή πλέον διάταξη και όχι με γενική αρχή του δικαίου, την υποχρέωση αιτιολογίας των εκδιδόμενων πράξεων.

Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι, διά της διατάξεως του άρθρου 65, ανατρέπεται η νομολογιακώς διαμορφωθείσα αρχή, σύμφωνα με την οποία το βάρος αποδείξεως φέρει πάντοτε η διοικητική αρχή.

Εφόσον, επομένως, με τις διατάξεις του άρθρου 65 του Ν. 4174/2013 ορίζεται ότι, σε περίπτωση αμφισβήτησης πράξης προσδιορισμού φόρου στα πλαίσια ενδικοφανούς προσφυγής, ο φορολογούμενος φέρει το βάρος απόδειξης της πλημμέλειας της πράξης προσδιορισμού του φόρου (απαραδέκτως καθόσον ανατρέπεται η νομολογιακώς διαμορφωθείσα αρχή περί του βάρους αποδείξεως), τότε η Διοίκηση (Δ.Ε.Δ. εν προκειμένω) οφείλει να αιτιολογήσει πλήρως τυχόν απορριπτική κρίση της επί των προβαλλόμενων και αποδεικνυόμενων ισχυρισμών του φορολογούμενου.

(ε) Καλείται ένας υπάλληλος της Δ.Ε.Δ. να κρίνει, νόμω και ουσία, τα πορίσματα του ελέγχου ενός άλλου υπαλλήλου-συναδέλφου του.

Πόσο πιθανό είναι να εκδοθεί απόφαση με την οποία θα ακυρώνεται ο καταλογισμός φόρου λόγω (αδικαιολόγητης ή πρωτοφανούς) εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των φορολογικών διατάξεων (δυνάμει της οποίας επιβλήθηκαν εξοντωτικά ενδεχομένως πρόστιμα και φόροι), γεγονός που μπορεί να επισύρει πειθαρχικές ή/και ποινικές κυρώσεις για τους ελέγχοντες υπαλλήλους;

(στ) Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, υπό το καθεστώς λειτουργίας της Επιτροπής 70Α Ν. 2238/1994, η ενδικοφανής διαδικασία περιελάμβανε και τη δυνατότητα της διοικητικής επίλυσης της φορολογικής διαφοράς με τη νόμιμη μείωση-περιορισμό προστίμων, πρόσθετων φόρων και προσαυξήσεων, η οποία αποτελούσε σημαντικό κίνητρο περαίωσης της υπόθεσης για τον φορολογούμενο. Η δυνατότητα αυτή πλέον έχει καταργηθεί.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:

Η υιοθετούμενη με τις διατάξεις του άρθρου 63 Ν. 4174/2013 ενδικοφανής διαδικασία παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα.

Τα κυριότερα είναι:
(α) η παραβίαση αρχών του δικαίου και ατομικών δικαιωμάτων του φορολογούμενων
(β) η αδυναμία της διοίκησης να ανταποκριθεί στις καθιερούμενες υποχρεώσεις
(γ) ο ατελής χαρακτήρας των εφαρμοστέων διατάξεων
(δ) η περιέλευση του φορολογούμενου σε εξαιρετικά δυσμενή θέση

Τα προβλήματα αυτά καθιστούν την προβλεπόμενη υπό του άνω άρθρου διοικητική διαδικασία αναποτελεσματική και απρόσφορη για την ικανοποίηση των επιδιωκόμενων σκοπών του νομοθέτη.

Επιπροσθέτως,

Οι σκοποί του νομοθέτη θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν εάν:

(α) υιοθετείτο στην εν λόγω διοικητική διαδικασία Επιτροπή, στην οποία θα συμμετείχαν και (τέως) Διοικητικοί Δικαστές, εις τρόπον ώστε να μπορούν να αντιμετωπιστούν καλύτερα οι νομικοί ισχυρισμοί των φορολογουμένων κατά του κύρους των καταλογιστικών πράξεων και κυρίως των νομικών διατάξεων της φορολογίας. Τούτου δοθέντος, θα πρέπει παράλληλα να υιοθετηθεί η υποχρέωση κλήσεως του φορολογουμένου για την ικανοποίηση του δικαιώματος ακροάσεως.

(β) υιοθετείτο εκτενέστερη προθεσμία εκδόσεως αποφάσεως επί της ενδικοφανούς προσφυγής από τις 60 ημέρες στις 120 τουλάχιστον και επί του αιτήματος αναστολής από τις 20 ημέρες στις 60 τουλάχιστον, προκειμένου να δύναται η Διοίκηση να ανταποκριθεί στο έργο της.

(γ) απαλείφετο η δυνατότητα της σιωπηρής απορρίψεως της ενδικοφανούς προσφυγής και του αιτήματος αναστολής

(δ) γινόταν υποχρεωτική η εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απορριπτικής αποφάσεως της Διοίκησης επί των ασκούμενων ενδικοφανών προσφυγών

(ε) επανερχόταν η δυνατότητα της διοικητικής επίλυσης της φορολογικής διαφοράς κατά την ενδικοφανή διαδικασία.

(στ) υιοθετείτο αναστολή εκτέλεσης της καταλογιστικής πράξης, ακόμα και κατά ποσοστό (προβεβαίωση), μέχρι του χρόνου εκδόσεως της αποφάσεως της Διοίκησης επί της ενδικοφανούς προσφυγής. Εναλλακτικώς, θα μπορούσε να περιορισθεί το ποσοστό προβεβαίωσης 50% ή να παραμείνει το ίδιο ποσοστό υπολογιζόμενο όμως επί του καταλογιζόμενου κύριου φόρου και όχι επί του συνολικά καταλογιζόμενου (κύριου φόρου μετά προσθέτου ή προσαυξήσεων).

(ζ) απαλείφονταν οι διατάξεις που καθιερώνουν την τήρηση αυστηρών διαδικαστικών τύπων, η μη τήρηση των οποίων συνεπάγονται το απαράδεκτο της ασκήσεως της Ενδικοφανούς Προσφυγής – Αιτήματος Αναστολής. Η διοικητική αυτή διαδικασία, για να είναι αποτελεσματική, έπρεπε να διακρίνεται για την ελαστικότητα και την ευελιξία της, στοιχεία που δυστυχώς απουσιάζουν.

Διά του άνω τρόπου θα αποκαθίστατο και η εμπιστοσύνη του διοικούμενου στη Διοίκηση.

Εν κατακλείδι, πρέπει να επισημανθεί ότι η δημιουργία νέων διοικητικών δομών, είναι αντίθετη προς την επιδιωκόμενη τάση περιορισμού της Δημόσιας Διοίκησης, απλούστευσης των διαδικασιών και περιστολής των δημοσίων δαπανών.

Πηγή: Tax Heaven